- ψυχολογικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχολογία («ψυχολογική έρευνα»)2. ψυχικός («ψυχολογική κατάσταση»)3. φρ. α) «ψυχολογικές δοκιμασίες και μετρήσεις»(ψυχολ.) η ψυχομετρίαβ) «ψυχολογική βία» — βλ. βίαγ) «ψυχολογική σχολή»(οικον.) οικονομική σχολή που βασίζει την ανάλυση τής συμπεριφοράς τού καταναλωτή στην χρησιμότητα που τού αποφέρει η κατανάλωση ενός αγαθού, αλλ. αυστριακή σχολή ή σχολή τής Βιέννηςδ) «ψυχολογικό μυθιστόρημα»λογοτ. έργο μυθοπλασίας στο οποίο οι σκέψεις, τα συναισθήματα και τα κίνητρα τών χαρακτήρων έχουν, σε σχέση με την εξωτερική δράση, μεγαλύτερο ενδιαφέρονε) «ψυχολογικός πόλεμος»στρ. βλ. πόλεμος.επίρρ...ψυχολογικώς και ψυχολογικά Ναπό ψυχολογική άποψη («τόν επηρέασε ψυχολογικά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αθ. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.